μεγαλοαστός

μεγαλοαστός
ο, θηλ. μεγαλοαστή
αυτός που ανήκει στα ανώτερα στρώματα τής αστικής τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλ(ο)-* + αστός. Η λ., στον πληθ. μεγαλοαστοί, μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοαστικός — ή, ό [μεγαλοαστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεγαλοαστό («μεγαλοαστική τάξη») …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοαστισμός — ο συμπεριφορά και πράξεις που χαρακτηρίζουν τους μεγαλοαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοαστός + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Φαμπρ, Eμίλ — (Fabre, 1869 – 1955). Γάλλος δραματικός συγγραφέας. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1894 με το έργο του Όπως είναι όλοι. Λίγο αργότερα έγραψε το έργο με τον τίτλο Τίμων ο Αθηναίος, στο οποίο περιγράφει τη ζωή των αρχαίων. Από τότε ασχολήθηκε κυρίως με… …   Dictionary of Greek

  • αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”